Η κόκκινη Ρόζα χάθηκε κι αυτή, κανείς δεν ξέρει που το κορμί της παραχώσαν. Έλεγε την αλήθεια στους φτωχούς Γι’ αυτό κι οι πλούσιοι τη σκοτώσαν. Μπέρτολντ Μπρεχτ

Στις 15 Γενάρη του 1919, στρατιωτικά και παραστρατιωτικά ακροδεξιά αποσπάσματα (Freikorps), κατ’ εντολή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας που είχε επικηρύξει το κεφάλι της με 100.000 μάρκα, συνέλαβαν και δολοφόνησαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μαζί με τον Καρλ Λίμπνεχτ και άλλους συντρόφους της. Με τους υποκόπανους των όπλων έσπασαν το κεφάλι της και μετά ένας υπολοχαγός της έδωσε τη χαριστική βολή και την πέταξαν από μια γέφυρα σε ένα ποτάμι του Βερολίνου.

Για τέσσερις μήνες η τύχη της «αγνοούνταν». Η κυβέρνηση ποτέ δεν παραδέχτηκε τη δολοφονία και διέδιδε, δια μέσου της κεντρικής σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας «Vorwärts», ότι η Ρόζα είχε τάχα λυντσαριστεί από το πλήθος. Το Μάη του 1919, το πτώμα της ξεβράστηκε, σε προχωρημένη αποσύνθεση, στην όχθη του ποταμού και η αλήθεια άρχισε να γίνεται γνωστή. Τον Ιούνη του 1919, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες πήραν μέρος στην κηδεία της, αποδίδοντας τον τελευταίο φόρο τιμής στη μεγάλη μαρξίστρια και επαναστάτρια.

Ο θάνατος της Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ, όπως και χιλιάδων επαναστατημένων εργατών του Βερολίνου, σηματοδότησε το τέλος της (άγνωστης σε πολλούς) γερμανικής επανάστασης του 1918-19 και την προσωρινή σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, όχι πια με το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ που είχε γκρεμιστεί από τις μάζες το 1918, αλλά με τη μορφή της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» (τη λεγόμενη «δημοκρατία της Βαϊμάρης»).

Η καταστολή της «εξέγερσης του Σπάρτακου», όπως έμεινε γνωστή (λόγω του ότι οι Σπαρτακιστές –η πολιτική ομάδα όπου ανήκαν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπνεχτ– είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση), έγινε από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στο όνομα της «νομιμότητας». Στην πραγματικότητα έγινε για την υπεράσπιση της αστικής «νομιμότητας», δηλαδή της εξουσίας των Γερμανών καπιταλιστών απέναντι στους εξεγερμένους εργάτες.

Οι συνέπειες της ήττας της γερμανικής επανάστασης ήταν τεράστιας ιστορικής σημασίας. Το γερμανικό νεαρό Κομουνιστικό Κόμμα, άπειρο και αποκεφαλισμένο, χωρίς τους ιστορικούς ηγέτες του, απέτυχε να αρπάξει και την τελευταία επαναστατική ευκαιρία το 1923.

Το οριστικό τέλος της γερμανικής επανάστασης οδήγησε στον πλήρη πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό αποκλεισμό της ρωσικής επανάστασης, με συνέπεια τον εκφυλισμό του σοβιετικού κράτους και την επικράτηση της σταλινικής γραφειοκρατίας, της κρατικοκαπιταλιστικής αντεπανάστασης μέσα στη Ρωσία και παράλληλα τον εκφυλισμό των Κομουνιστικών Κομμάτων και της Κομουνιστικής Διεθνούς σε μια ιδιότυπη εκδοχή του ρεφορμισμού, που οδήγησε σε απανωτές ήττες την εργατική τάξη παγκοσμίως.

Στην ίδια τη Γερμανία η «δημοκρατία» δεν «στέριωσε» και δεν «άνθησε», όπως υπόσχονταν οι «νομιμόφρονες» σοσιαλδημοκράτες. Αντίθετα, η ήττα και η υποχώρηση του γερμανικού προλεταριάτου άνοιξε το δρόμο στους ναζί του Χίτλερ. Η αστική τάξη της Γερμανίας, πέταξε σαν στυμμένες λεμονόκουπες τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, αφού είχαν κάνει τη βρόμικη δουλειά και ανέθεσε την εξουσία στον Χίτλερ και στο ναζιστικό καθεστώς του οργανωμένου τρόμου.

Η αδυναμία της εργατικής τάξης να δώσει την επαναστατική λύση στο πρόβλημα της τεράστιας κρίσης του καπιταλιστικού καθεστώτος παγκοσμίως , επέτρεψε στις αστικές τάξεις των διαφόρων χωρών μια νέα τεράστια κούρσα των εξοπλισμών και τελικά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πιο φονικό και βάρβαρο πόλεμο στην ιστορία, που άφησε «κληρονομιά» στην ανθρωπότητα αμέτρητα εκατομμύρια νεκρούς και σακατεμένους, τεράστια καταστροφή και πείνα, την απίστευτη φρίκη του ολοκαυτώματος και τον εφιάλτη της πυρηνικής βόμβας.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε προειδοποιήσει ότι, μπροστά στην παρακμή του καπιταλισμού, το πραγματικό δίλημμα της ανθρωπότητας είναι σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Το ότι θα επικρατούσε η βαρβαρότητα δεν ήταν μοιραίο. Η Ρόζα δεν ήταν μοιρολάτρης, πίστευε ακράδαντα ότι σε αυτό το δίλημμα θα απαντούσε η δράση των ανθρώπων. Της άρεσε να κάνει λογοπαίγνιο με την κλασική φράση του Μαρξ, λέγοντας: «Οι άνθρωποι πράγματι δεν διαλέγουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κάνουν την ιστορία τους, αλλά την ιστορία τη γράφουν οι άνθρωποι με τη δράση τους».

Πρώτη από όλους τους μεγάλους επαναστάτες των αρχών του 20ού αιώνα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ ρίχτηκε στη μάχη για να ξεκαθαρίσει ποιος ήταν ο πραγματικά ρεαλιστικός δρόμος για να αλλάξει ο κόσμος και να καταπολεμηθούν οι αυταπάτες που οδηγούσαν στην ήττα. Η μάχη αυτή ήταν ο αγώνας ενάντια στο ρεφορμισμό και στον αναθεωρητισμό των βασικών αρχών του μαρξισμού, η μάχη δηλαδή ενάντια στην αυταπάτη ότι μπορούμε να μεταρρυθμίσουμε βαθμιαία τον καπιταλιστικό λύκο σε σοσιαλιστικό αρνάκι και ότι η επανάσταση είναι τάχα περιττή.

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση

Το πιο γνωστό της έργο σε αυτή τη μάχη είναι το βιβλίο της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση», που εκδόθηκε το 1900, όμως υπάρχουν αναρίθμητα άλλα άρθρα και βιβλία της που καταπιάνονται με τη συγκεκριμένη διαμάχη.

Το πρώτο πράγμα που ξεκαθάρισε η Ρόζα σε αυτή την αντιπαράθεση είναι το ζήτημα του ρεαλισμού, το ζήτημα ποιος είναι ο πραγματικά εφικτός τρόπος για να αλλάξουμε τον κόσμο. Με άλλα λόγια ξεκαθάρισε ότι η πάλη για μεταρρυθμίσεις προετοιμάζει, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πάλη για την επανάσταση:

«Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δύο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, τις οποίες μπορεί να διαλέξει κανείς μέσα στον μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα, αλλά διαφορετικές στιγμές στην εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας, που αλληλοκαθορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και που αποκλείουν συγχρόνως ή μια την άλλη, όπως π.χ. ο βόρειος και ο νότιος πόλος, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο…

…Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν διαλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και πιο βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν διαφορετικό σκοπό...».

Όλη η εκστρατεία για την ανάγκη εγκατάλειψης του επαναστατικού χαρακτήρα του μαρξισμού –στην οποία πρωτοστατούσε ο γνωστός σοσιαλιστής της εποχής Έντουαρντ Μπερνστάιν– στηριζόταν σε μια φωτογραφία της στιγμής για το καπιταλιστικό σύστημα.

Την εποχή εκείνη η οικονομία ανέβαινε, οι μεγάλες κρίσεις φάνταζαν παρελθόν, τα καρτέλ και το τραπεζικό σύστημα έδειχναν να  περιορίζουν την αναρχία και την αστάθεια του συστήματος, τα συνδικάτα κέρδιζαν κατακτήσεις πρωτοφανείς στην ιστορία, τα εργατικά κόμματα αύξαναν την εκλογική και κοινοβουλευτική τους δύναμη, η «πρόοδος» της εργατικής τάξης μαζί με την «πρόοδο» και τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού φαίνονταν ότι ήταν το μέλλον.

Η Ρόζα απάντησε με ένα ανηλεές θεωρητικό σφυροκόπημα, ένα προς ένα, σε όλα αυτά τα επιχειρήματα των μεταρρυθμιστών για την τάχα αέναη πρόοδο του συστήματος και τη δυνατότητα μεταρρύθμισής του σε σοσιαλισμό. Η επίπλαστη και προσωρινή «ομαλότητα», προειδοποιούσε η Ρόζα, προετοιμάζει μόνο βαθύτερες κρίσεις και πολέμους και η δυναμική του συστήματος δεν είναι η πρόοδος, αλλά η παρακμή του. Ο στόχος της επανάστασης όχι μόνο δεν είχε ξεπεραστεί, αλλά η εποχή που αυτή θα γινόταν η άμεση αναγκαιότητα για τους καταπιεσμένους πλησίαζε ολοταχώς.

Ακριβώς γι’ αυτό, αν η Αριστερά κατελάμβανε κυβερνητικές θέσεις σε μια κυβέρνηση (το πρώτο τέτοιο «πείραμα» έγινε στη Γαλλία στις αρχές του 20ού αιώνα), με στόχο απλά την καλύτερη διαχείριση του συστήματος αντί για την ανατροπή του, θα ήταν καταδικασμένη να προδώσει τους εργάτες και να ακολουθήσει αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική. Ένα εργατικό κόμμα, προειδοποιούσε προφητικά η Ρόζα, δεν μπορεί να αυτοπεριορίζεται στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού και της «νομιμότητας», γιατί τότε σκάβει το λάκκο του:

«Εκείνο που αναγκάζει τον προλετάριο να μπαίνει κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου δεν είναι κανένας νόμος, αλλά η ανάγκη, το γεγονός ότι στερείται μέσων παραγωγής. Ο προλετάριος με κανένα νόμο στον κόσμο δεν μπορεί να αποκτήσει στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας παραγωγικά μέσα, γιατί τα μέσα αυτά δεν του αφαιρέθηκαν με νόμο, αλλά με την οικονομική εξέλιξη…

…Αν ή σοσιαλδημοκρατία παρασυρόταν από τούς οπορτουνιστές και αποφάσιζε να παραιτηθεί εκ των προτέρων και μια για πάντα από τη χρησιμοποίηση της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σέβονται την αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και άλλοι, θα χρεοκοπούσαν αξιοθρήνητα αργά ή γρήγορα, για να δώσουν θέση στη δίχως όρια βία της αντίδρασης».

Αυθόρμητο και συνειδητό

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συγκλονίστηκε από την επανάσταση του 1905 στη Ρωσία. Στην εξέγερση των εργατών είδε το μέλλον για το οποίο έπρεπε να προετοιμάζεται και το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (το οποίο ήταν τότε ενιαίο, καθώς ρεφορμιστές και επαναστάτες συνυπήρχαν). Αντίθετα οι περισσότεροι ηγέτες του κόμματος θεώρησαν την επανάσταση στη Ρωσία τοπική ιδιορρυθμία, αδιανόητη σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς όπως η Γερμανία.

Η Ρόζα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, όταν επιτέθηκε σφοδρά σε αυτόν το συντηρητισμό των ηγετών:

«Μέσα στις επαναστατικές καταστάσεις δεν είναι στις μάζες που πρέπει να βάλουμε χαλινό, αλλά στους κοινοβουλευτικούς δικηγόρους τους για να μην προδώσουν τις μάζες και την επανάσταση».

Αυτό δεν οδηγούσε τη Ρόζα σε μια αναρχοφιλελεύθερη «θεωρία του αυθόρμητου», όπως πολλοί –εχθροί και «φίλοι»– ισχυρίστηκαν μετά το θάνατό της. Ήταν σε όλη της τη ζωή οργανωμένη σε κόμματα και κατανοούσε απόλυτα την ανάγκη της ηγεσίας στην επαναστατική πάλη:

«…Βέβαια, οι αρχηγοί που φρενάρουν το κίνημα, θα πεταχτούν τελικά στην άκρη από την ορμή των μαζών. Αλλά να καθόμαστε και να περιμένουμε με την ησυχία μας αυτό το ευτυχές γεγονός, αυτό το βέβαιο σήμα ότι ο καιρός είναι πλέον «ώριμος», αυτό μπορεί να αρμόζει μόνο με τη φιλοσοφία ενός ερημίτη.

…Δεν υπάρχει τίποτα πιο ευμετάβλητο από την ανθρώπινη ψυχολογία. Ακόμα περισσότερο η ψυχή των μαζών κρύβει μέσα της, όπως η ατελεύτητη θάλασσα, όλες τις λανθάνουσες δυνατότητες: τη νεκρική ηρεμία και την καταιγίδα που βροντάει, την πιο ποταπή δειλία και τον πιο άγριο ηρωισμό. Οι μάζες είναι πάντα εκείνο που πρέπει να είναι κατά τις περιστάσεις και είναι πάντα έτοιμες να γίνουν κάτι το εντελώς διαφορετικό από εκείνο που φαινόταν ότι είναι. Θα ήταν ένας γελοίος καπετάνιος εκείνος που θα καθόριζε την πορεία του από τη στιγμιαία θέα της επιφάνειας του νερού και δεν θα έπαιρνε τα μάτια του για τις καταιγίδες που ο ουρανός τον προειδοποιούσε ότι έρχονται…».

Το μόνο λάθος της –το μεγαλύτερο στη ζωή της– ήταν η πεποίθηση ότι η «ορμή των μαζών» θα ήταν αρκετός παράγοντας για να λύσει και το ζήτημα της ηγεσίας, όταν φτάσει η ώρα. Η ανθρώπινη ψυχολογία είναι πράγματι ευμετάβλητη, αλλά δεν είναι το ίδιο ευμετάβλητη στους ηγέτες και τις μάζες, στους οργανωμένους και σ’ αυτούς που πρώτη φορά μπαίνουν στην πάλη. Η βάση των κομμάτων και των κινημάτων πράγματι σε επαναστατικές εποχές μετατοπίζεται σχετικά εύκολα σε ανατρεπτικές αντιλήψεις (όπως και το αντίστροφο σε αντεπαναστατικές καταστάσεις).

Είναι εύκολο στους αγωνιστές της βάσης να αλλάξουν τη «θεωρία» τους για τον κόσμο και να ασπαστούν μια καινούρια που να ταιριάζει στις ανάγκες τους. Δεν ισχύει όμως καθόλου το ίδιο για τους οργανωμένους, για τους μακροχρόνια ενταγμένους στην πολιτική πάλη και κυρίως για τα στελέχη και τους αρχηγούς. Αυτοί έχουν μια μακρόχρονη εμπειρία και μια σχετικά ακλόνητη θεωρία που τους καθοδηγεί. Αν η πραγματικότητα τους διαψεύσει και οι επαναστατικές λύσεις γίνουν αναγκαίες, το αποτέλεσμα δεν είναι συνήθως η αλλαγή της αντίληψης των αρχηγών προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά προς την αντίθετη: προς την υπεράσπιση των θέσεων που τους έκαναν αρχηγούς, ακόμα κι αν αυτές οι θέσεις τους οδηγούν πια στο πλευρό της αντίδρασης και της αντεπανάστασης.

Η στάση των ηγετών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος απέναντι στη γερμανική επανάσταση, με τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ και τη σφαγή των εξεγερμένων εργατών, ανέδειξε με τραγικό τρόπο αυτό το λάθος της μεγάλης επαναστάτριας.

Η μάχη που έδωσε η Λούξεμπουργκ ενάντια στο ρεφορμισμό ήταν λαμπρή και ανειρήνευτη. Όμως περιορίστηκε μόνο στο επίπεδο των ιδεών, δεν ολοκλήρωσε τον αγώνα της στο αναγκαίο συμπλήρωμα της οργάνωσης. Την επιρροή που κέρδιζε με τις ιδέες της, δεν επιχείρησε ποτέ να τη μετατρέψει σε μια οργανωμένη επαναστατική πτέρυγα μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μια πτέρυγα που θα αναδείκνυε τους δικούς της επαναστάτες αρχηγούς και τη δική της οργανωμένη βάση, μια οργανωμένη δύναμη ικανή να αντικαταστήσει τους ρεφορμιστές ηγέτες την κρίσιμη στιγμή και να τεθεί επικεφαλής των επαναστατημένων εργατών για την οριστική ανατροπή του καπιταλισμού.

Όμως η συνεισφορά της Ρόζας στο μαρξισμό είναι αναντικατάστατη και πολύτιμη. Η σημερινή κρίση του συστήματος φέρνει ξανά μπροστά μας το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Αν θέλουμε αυτή τη φορά να καταφέρουμε να το απαντήσουμε νικηφόρα, οφείλουμε να διδαχτούμε πάρα πολλά από τη Λούξεμπουργκ, αυτού του «αετού», όπως την αποκαλούσε ο Λένιν, τόσο από τα ύψη που έφτασε με το έργο της, όσο και από τα λάθη της, όταν πετούσε χαμηλά.

Βιβλιογραφία

1.     Δημήτρης Χαριτόπουλος: «Η Γερμανική Επανάσταση 1918-1923» http://v1dea.2square.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2137&Itemid=46

2.     Πωλ Φρέλιχ: «Ρόζα Λούξεμπουργκ».

3.     Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση».

4.     Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα».