Έχουμε καταγράψει σε διαδοχικά άρθρα αυτής της εφημερίδας ότι στη σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ, αλλά και στο εσωτερικό του σιωνιστικού κράτους, η ομοφωνία στον στρατιωτικό στόχο συντριβής των οργανώσεων της Παλαιστινιακής Αντίστασης στη Γάζα, συνοδεύεται από τη διαφωνία για τον πολιτικό στόχο, για την «επόμενη μέρα».

Αυτή δεν αφορά μόνο το μέλλον της Γάζας, αλλά συνολικά των Κατεχομένων Παλαιστινιακών Περιοχών και ευρύτερα του Παλαιστινιακού ζητήματος. Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ έχει συνοψίσει αυτή τη διαφωνία από την αρχή της εισβολής στη Γάζα, με το σχήμα «Μεγάλο Ισραήλ ή Επιστροφή της Αυταπάτης του Όσλο». 

Τα ζητήματα αυτά είναι ασφαλώς προδρομικά. Για το Ισραήλ και τους διεθνείς συμμάχους του, προέχει η διάλυση της Χαμάς (βλ. καταστροφή της Γάζας και κάθε δυνατότητας ή διάθεσης αντίστασης) και αφιερώνουν όλους τους πόρους και την ενέργειά τους σε αυτόν. Ο στόχος αυτός ήταν εξαρχής (και αποδεικνύεται μετά από μήνες πολέμου) εξαιρετικά δύσκολος ως αδύνατος. Η Παλαιστινιακή Αντίσταση εστιάζει σήμερα στο να παραμείνουν όλες οι εκδοχές της επόμενης μέρας «σχέδια επί χάρτου», ακυρώνοντας με την επίμονη ύπαρξη και τη δράση της την βασική «προϋπόθεση» για να τεθούν επί τάπητος. Για το κίνημα αλληλεγγύης, προέχει η σημερινή επιτακτική προτεραιότητα της μάχης για τη Γάζα -να σταματήσει την Ισραηλινή πολεμική μηχανή, να στηρίξει την Παλαιστινιακή Αντίσταση. 

Όμως για την πολιτικοποίηση του κινήματος αλληλεγγύης, για τον «εξοπλισμό» του απέναντι σε διάφορες στροφές που μπορεί να επιφυλάσσει η εκρηκτική επιστροφή του Παλαιστινιακού στο προσκήνιο, είναι χρήσιμο να συζητηθούν το υπόβαθρο, τα κίνητρα και η ουσία αυτής της διεθνούς συζήτησης. Ιδιαίτερα καθώς οι σχετικές παρεμβάσεις κρατικών αξιωματούχων πυκνώνουν και γίνονται όλο και πιο ηχηρές/δημόσιες. Η «επόμενη μέρα», η «βιώσιμη λύση» κ.ο.κ. έχουν ήδη τεθεί στην ατζέντα από τις κυβερνήσεις. 

Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ενισχύσει και τη συχνότητα και την σαφήνεια των σχετικών παρεμβάσεων, που δηλώνουν προς το Ισραήλ ότι πρέπει να υπολογίσει την προοπτική ενός «παλαιστινιακού κράτους», που υπενθυμίζουν στο διεθνές ακροατήριο ότι «αυτή η λύση, των δύο κρατών που ζουν ειρηνικά και με ασφάλεια το ένα πλάι στο άλλο, υπήρξε σταθερά η αμερικανική πολιτική επί δεκαετίες», που οργανώνουν συναντήσεις με αραβικές κρατικές ηγεσίες για να επικοινωνήσουν και να προσπαθήσουν να «εξειδικεύσουν» αυτόν τον προσανατολισμό. 

 «Συνένοχοι; Εμείς;» 

Είναι το φύλλο συκής των συνενόχων: Στηρίζουμε έμπρακτα έναν πόλεμο που παίρνει χαρακτηριστικά εθνοκάθαρσης ή και γενοκτονίας, αλλά -προς Θεού!- εμείς δε συμμεριζόμαστε αυτούς τους στόχους, αντίθετα εργαζόμαστε για να πείσουμε το Ισραήλ να συγκρατηθεί. Εξοπλίζουμε μια κυβέρνηση του πιο έξαλλου ακροδεξιού σιωνισμού που θέλει να «καταπιεί» όλη την Παλαιστίνη, αλλά παίρνουμε αποστάσεις από τις εξαγγελίες των στελεχών της, δεν υιοθετούμε, εμείς έχουμε άλλο «όραμα» για το μέλλον της περιοχής.

Όμως δεν αφορά μόνο τις προπαγανδιστικές ανάγκες της τρέχουσας συγκυρίας. Ο δημόσιος «από τα πάνω» διάλογος για τη «λύση των δύο κρατών» είναι πάρα πολύ παλιός. Στη μακρά προϊστορία του, έχουν αναδειχθεί κάποιες σταθερές. 

Μια πολύ περίεργη «λύση»

Είναι μια «λύση» που απολαμβάνει συντριπτική διεθνή συναίνεση σε επίπεδο θεσμών και κρατικών ηγεσιών. Αυτήν (λένε ότι) επιθυμούν όλοι -από το Ουάσινγκτον ως τη Μόσχα, από το Πεκίνο μέχρι το Παρίσι, από το Ριάντ και το Κάιρο μέχρι τις Βρυξέλλες.

Είναι όμως μια «λύση» που ακόμα δεν έχει υλοποιηθεί, παρά αυτή τη «διεθνή συναίνεση» δεκαετιών. Αντίθετα απομακρύνεται διαρκώς και γίνεται όλο και πιο δύσκολη λόγω των τετελεσμένων που (δεν σταματά) να δημιουργεί το Κράτος του Ισραήλ. 

Είναι επίσης μια «λύση» η οποία εμφανίζεται (με ένταση) στη δημόσια  συζήτηση «από τα πάνω», μόνο όποτε προκύπτει είτε ανάγκη να αποκατασταθεί είτε ευκαιρία να εμπεδωθεί η ιμπεριαλιστική σταθερότητα στην Μέση Ανατολή.  

Φύλο συκής

Με δεδομένη την ασύμμετρη σχέση ισχύος μεταξύ του Σιωνιστικού κράτους και του Παλαιστινιακού λαού, αλλά και το χαρακτήρα της σύγκρουσης (καταπιεστής/καταπιεσμένος), οι δεσμοί με το Κράτος του Ισραήλ αποτελούν μια έμπρακτη τοποθέτηση κατά των Παλαιστινίων. Αλλά η επίκληση στην προοπτική «λύσης δύο κρατών» φιλοτεχνεί την εικόνα του «έντιμου μεσολαβητή» και καλλιεργεί τον μύθο μιας -τάχα- «εποικοδομητικής» αξιοποίησης της συνεργασίας με το Ισραήλ. 

Άλλωστε, «χέρι-χέρι» με την εξάπλωση της διεθνούς συναίνεσης γύρω από τη λύση των δύο κρατών, πήγε και η δυνατότητα του Κράτους του Ισραήλ να περιορίζει διαρκώς την απομόνωσή του και να κάνει «δουλειές» με όλο τον πλανήτη (διευρύνοντας παρεμπιπτόντως τις πολυεπίπεδες σχέσεις του και με δυνάμεις έξω ή κι απέναντι από το «δυτικό στρατόπεδο»). 

Το Κράτος του Ισραήλ αφήνεται ανενόχλητο καθώς εργάζεται συστηματικά για τον ενταφιασμό κάθε προοπτικής οποιουδήποτε είδους παλαιστινιακού «κράτους» και συνεχίζει την κλοπή και τον εποικισμό παλαιστινιακής γης. Η διεθνής διπλωματική κινητικότητα επανέρχεται όποτε η Παλαιστινιακή Αντίσταση κλιμακώνεται, κινητοποιεί τη διεθνή αλληλεγγύη, αμφισβητεί τη σταθερότητα του σιωνιστικού πολιτικού σχεδίου και κράτους, απειλεί με μετασεισμούς τον αραβικό κόσμο. Είναι σε τέτοιες στιγμές που επανεμφανίζεται η «ειρηνευτική διαδικασία», ως καταπραϋντικό (του διεθνούς κινήματος, των Παλαιστινίων, του «αραβικού πεζοδρομίου»), με τον ορίζοντα «συμφωνίας για λύση δύο κρατών» να αποτελεί το «τυράκι». 

Βαθύτερα κίνητρα

Δεν πρόκειται για φτηνό προπαγανδιστικό κόλπο, για «σύνθημα» που πετάνε ανέξοδα. Η επιδίωξη να συντηρείται ενεργή μια «ειρηνευτική διαδικασία» είναι ειλικρινής, γιατί περιφρουρεί την ιμπεριαλιστική  σταθερότητα και διατηρεί σε ισχύ το άδικο στάτους κβο, το οποίο εύλογα παράγει εκρήξεις, που γίνονται πολύ πιο ισχυρές όταν η διαπραγματευτική οδός δείχνει εμφανώς μπλοκαρισμένη. Ακόμα και κάποια έμπρακτα βήματα στην κατεύθυνση οικοδόμησης «πρωτο-κρατικών» θεσμών μπορεί να είναι καλοδεχούμενα, καθώς μπορούν να εξασφαλίσουν την συνεργασία και την παθητικότητα των εμπλεκόμενων σε αυτή την «οικοδόμηση» παλαιστινιακών ηγεσιών.

Ακόμα και η κατάληξη της διαδρομής σε ένα (μικρό) παλαιστινιακό κράτος, θα μπορούσε να είναι ειλικρινής επιδίωξη -έστω κάποιων- διεθνών ηγεσιών. Στη σφαίρα της θεωρίας, η ύπαρξη ενός παλαιστινιακού κράτους σε ένα κομμάτι της ιστορικής Παλαιστίνης, που δεν θα αμφισβητεί τα «δικαιώματα» του Σιωνιστικού κράτους, θα μπορούσε να είναι συμβατή με το υπάρχον κρατικό-περιφερειακό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. 

Όμως στην εφαρμοσμένη πολιτική, η «αξία χρήσης» του Σιωνισμού και του κράτους που οικοδόμησε στη Μέση Ανατολή επιβάλει «σεβασμό» στις διαθέσεις της ηγεσίας του, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν την αναγνώριση οποιασδήποτε μορφής (πραγματικής) παλαιστινιακής κυριαρχίας σε τμήμα των εδαφών που «ανήκουν ιστορικά στον εβραϊκό λαό». Αυτό απομακρύνει πάντοτε τον στόχο ίδρυσης (κανονικού) παλαιστινιακού κράτους, έστω και στο 22% της Παλαιστίνης και αναδεικνύει αυτό που έχει γράψει ο Παλαιστίνιος μαρξιστής Ταουφίκ Χαντάντ για την «ειρηνευτική διαδικασία»: Αφορά λιγότερο την ειρήνη και περισσότερο το να υπάρχει μια διαδικασία…

Οι ρίζες της συζήτησης

Η υλική-γεωγραφική βάση για τη λύση δύο κρατών προέκυψε από την διαφορετική ανταπόκριση της «διεθνούς κοινότητας» σε δύο διαφορετικούς πολέμους. Το 1948, η «Νάκμπα» έγινε αποδεκτή και τα αποτελέσματά της επικυρώθηκαν «νομικά» από την αναγνώριση της ίδρυσης του Κράτους του Ισραήλ από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Η κατάκτηση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας (και άλλων αιγυπτιακών και συριακών εδαφών) στον Πόλεμο των 6 Ημερών το 1967 δεν αναγνωρίστηκε και η κατοχή είναι (57 χρόνια τώρα…) «παράνομη». 

Η πολιτική βάση της σχετικής συζήτησης προέκυψε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με την αλλαγή της στρατηγικής της PLO προς τον στόχο «οικοδόμησης παλαιστινιακού κράτους και σε κάθε κομμάτι γης που υποχρεώνεται να αφήνει το Ισραήλ» κι έπειτα την αλλαγή του προγράμματός της (που προέβλεπε την απελευθέρωση όλης της Παλαιστίνης), την αναγνώριση του Σιωνιστικού κράτους και την στροφή προς τις διαπραγματεύσεις ως μέθοδο απόκτησης ενός παλαιστινιακού μίνι-κράτους. 

Τη δεκαετία του ’80 οι διαπραγματεύσεις οδηγούσαν σε παλαιστινιακές υποχωρήσεις δίχως αποτέλεσμα, ενώ η όποια αμερικανική πίεση στο Ισραήλ χαλάρωνε, καθώς η Ιρανική Επανάσταση υπενθύμιζε στην Ουάσινγκτον ότι μόνο ένα «δυτικό», αποικιακό κράτος εποίκων μπορεί να είναι διαχρονικά αξιόπιστος και δεδομένος σύμμαχος, απρόσβλητος από τον «ιό» εξεγέρσεων και δημοκρατικών ανατροπών που θα μπορούσαν να στραφούν κατά των αμερικανικών συμφερόντων ειδικά και του υπάρχοντος διακρατικού συστήματος γενικότερα. 

Η Πρώτη Ιντιφάντα ξέσπασε ως αντίδραση στην ισραηλινή αδιαλλαξία, τη συνέχεια της κατοχής, τα αδιέξοδα της διαπραγματευτικής οδού, τις διαδοχικές «εξορίες» της PLO (που μετά την Ιορδανία, έχανε τις βάσεις της και στο Λίβανο). Όμως αυτά τα πλήγματα (σε Ιορδανία και Λίβανο) και η εξορία ενίσχυαν τη μετατόπιση της Φατάχ προς τις διαπραγματεύσεις, την επένδυση σε μια αμερικανική διαμεσολάβηση, την αγωνιώδη αναζήτηση ενός «μίνι-κράτους» ως βάση. 

Το Όσλο

Η «διαδικασία του Όσλο» ήρθε στο φόντο της Ιντιφάντα και επισφράγισε το τέλος της. Αν και καταγγέλθηκε (σωστά) από πολλά στελέχη του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος και δυνάμεις της Αριστεράς του, θεωρήθηκαν πλατιά -τότε- ως σοβαρές διαπραγματεύσεις με προοπτική να καταλήξουν όντως κάπου. Η δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής υποτίθεται ότι ήταν το «μεταβατικό/προσωρινό» πρώτο βήμα μιας διαδικασίας που θα κατέληγε μέσα σε λίγα χρόνια σε «κρατική οντότητα». Ήταν το απόγειο της «μονοπολικής ισχύος» που έκανε την Ουάσινγκτον να εργάζεται προς μια «Pax Americana». Η Ιορδανία ακολουθούσε την Αίγυπτο στις υπογραφές συμφωνιών ειρήνης με το Κράτος του Ισραήλ.

Όλα αυτά τα χρόνια, οι διαπραγματεύσεις είχαν ένα διαρκές μοτίβο: Μαξιμαλιστικές ισραηλινές απαιτήσεις, που συχνά γίνονταν δεκτές από την ηγεσία της Φατάχ. Έπειτα προβάλλονταν ακόμα πιο ταπεινωτικές απαιτήσεις που καμιά παλαιστινιακή ηγεσία δεν θα μπορούσε να σταθεί αν έκανε δεκτές. Τότε το Ισραήλ δήλωνε ότι «δεν υπάρχει συνομιλητής» λόγω «παλαιστινιακής αδιαλλαξίας» και κλιμάκωνε την μονομερή συνέχεια του εποικιστικού του σχεδίου. Η Δεύτερη Ιντιφάντα αποτέλεσε την έκρηξη ενάντια σε αυτήν την Σιωνιστική στρατηγική διαρκών προκλήσεων κι επιθέσεων και ο Ισραηλινός Στρατός την αξιοποίησε για να εμβαθύνει τον ασφυκτικό έλεγχό του στη Δυτική Όχθη. 

Εν μέσω της Δεύτερης Ιντιφάντα, μετά το ναυάγιο του Όσλο, εμφανίστηκε ο «Οδικός Χάρτης για την Ειρήνη» (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, ΟΗΕ) και η συμπληρωματική «Αραβική Πρωτοβουλία Ειρήνης» (Αραβικός Σύνδεσμος) που επανέφεραν την ίδια λογική. Τα  αποτελέσματα –και ως προς την πρόοδο των συνομιλιών και ως προς την εφαρμοσμένη σιωνιστική πολιτική στο έδαφος– δεν διέφεραν με τις προηγούμενες πρωτοβουλίες. 

Τριάντα χρόνια «ειρηνευτικής διαδικασίας» απέδειξαν τις οδυνηρές συνέπειές της. Η παλαιστινιακή γη συρρικνώνεται διαρκώς, η Παλαιστινιακή Αρχή διαχειρίζεται τα βάρη της καθημερινότητας (ελαφρύνοντας το Ισραήλ) σε περιορισμένα πληθυσμιακά κέντρα, περικυκλωμένα από τον Ισραηλινό Στρατό και όλο και περισσότερους εποικισμούς που έχουν κάνει τη Δυτική Όχθη «ελβετικό τυρί». Η δέσμευση για συνεργασία στα ζητήματα «ασφαλείας», κάνει τις δυνάμεις της Π.Α. να λειτουργούν ως υπεργολαβία της ισραηλινής κατοχής. Η έμφαση στο ρόλο της Π.Α. (που εκπροσωπεί τους κατοίκους των Κατεχόμενων Παλαιστινιακών Περιοχών) ως «διεθνή συνομιλητή» έχει συνδυαστεί με την υποβάθμιση της PLO (εκπρόσωπος όλου του Παλαιστινιακού λαού), μια επιλογή που εμφανώς ιεραρχεί το «μίνι-κράτος» και υποβιβάζει το προσφυγικό ζήτημα, που αποτελεί την ιστορική καρδιά του Παλαιστινιακού αγώνα για δικαιοσύνη. Σε κριτικούς απολογισμούς τους, παλαιστινιακά στελέχη έχουν σημειώσει και μια άλλη παρενέργεια: όταν η ίδια η παλαιστινιακή ηγεσία αντιμετωπίζει το Ισραήλ ως «έντιμο συνομιλητή», γιατί να μην υποχωρήσει και το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης; 

Όχι άδικα, ο Ταουφίκ Χαντάντ έχει χαρακτηρίσει τις Συμφωνίες του Όσλο ως την «τρίτη μεγάλη νίκη του Ισραήλ», ισάξια δίπλα στις στρατιωτικές του 1948 και του 1967. 

Η νεκρανάσταση της «διαδικασίας»

Τα τελευταία χρόνια, επικρατούσε κλίμα σιωπηλού «ενταφιασμού» του Παλαιστινιακού: Συμφωνίες του Αβραάμ μεταξύ Ισραήλ και αραβικών κρατών, αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ επί Τραμπ, προσπάθειες Μπάιντεν για συμφωνία Σαουδικής Αραβίας/Ισραήλ, άνοδος του έξαλλου ακροδεξιού Σιωνισμού με ανοιχτή διατύπωση της διεκδίκησης (και έμπρακτη προσπάθεια εφαρμογής) του «Μεγάλου Ισραήλ».

Η Επίθεση της 7ης Οκτώβρη τίναξε αυτό το τοπίο στον αέρα, υπενθυμίζοντας στο κράτος των εποίκων ότι δεν θα είναι ποτέ «ασφαλές» και στις μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις ότι το Παλαιστινιακό παραμένει ενεργό ηφαίστειο. Γι’ αυτό και οι ιμπεριαλιστικές ηγεσίες θυμήθηκαν εκ νέου ξαφνικά τη «λύση δύο κρατών». Όπως ομολογούν στις σχετικές παρεμβάσεις τους, για να αντιμετωπιστεί η Αντίσταση και «να είναι ασφαλές το Ισραήλ» (βασική τους έγνοια), πρέπει «να δώσουμε και στους Παλαιστίνιους μια ελπίδα στον ορίζοντα». Ως ελπίδα εννοούν «αυταπάτη», ενώ με τη λέξη «ορίζοντας», προτείνουν εκ νέου μια  «διαδικασία». Πίσω από την οποία μπορεί να οχυρωθεί η (απαξιωμένη) ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής, τα αραβικά κράτη που αντιμετωπίζουν το θυμό στο εσωτερικό τους για την απραξία τους και ο «φιλελεύθερος Σιωνισμός» που αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική Νετανιάχου (που δήλωσε δημόσια ότι δεν συζητά καμιά υποχώρηση στον έλεγχο όλης της περιοχής «δυτικά του ποταμού Ιορδάνη») βάζει σε κίνδυνο το ίδιο το Κράτος του Ισραήλ, ή τουλάχιστον τη θέση και την εικόνα του στον πλανήτη. 

Από το πρώτο σχέδιο διαμελισμού της Παλαιστίνης (ΟΗΕ, 1947) μέχρι σήμερα, αυτή η συζήτηση γίνεται διαρκώς από χειρότερη βάση, καθώς το Σιωνιστικό σχέδιο εποικισμού παραμένει ενεργό και συνεχίζει να δημιουργεί τετελεσμένα. Σήμερα, είναι ανοιχτό το ερώτημα αν οι διπλωματικές αναφορές σε «δύο κράτη» συνεχίζουν να σημαίνουν ακόμα και αυτό το 22% («σύνορα του 1967»), αν θα προταθεί στους Παλαιστίνιους μόνο μια κάποια αναβαθμισμένη θεσμική «αναγνώριση» της σημερινής κατάστασης, στα πρότυπα των «μπαντουστάν» στην Νότια Αφρική επί Απαρτχάιντ (τους μικρούς απομονωμένους εξαθλιωμένους θύλακες μέσα στους οποίους υποτίθεται ότι… ασκούσαν την αυτοδιάθεσή τους οι μαύροι) ή κάτι ενδιάμεσο (με κάποιες «ανταλλαγές εδαφών» και μικρο-τροποποιήσεις στον χάρτη). 

Σε κάθε περίπτωση, η συσσωρευμένη πείρα αρκεί για να αποδείξει ότι όσο υπάρχει το Σιωνιστικό κράτος, δεν θα προταθεί/υλοποιηθεί καμιά λύση που να αποδίδει πραγματικά δικαιοσύνη, αποκαθιστώντας πλήρως τα συλλογικά δικαιώματα όλου του Παλαιστινιακού λαού. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες